Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανίκι
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανίκι το [maníki] Ο44 : 1. το τμήμα του ενδύματος που καλύπτει το χέρι: Δεξί / αριστερό ~. Kοντό / μακρύ ~. Σηκώνω / γυρίζω τα μανίκια. ΦΡ (δεν) είναι κάποιος της κάπας / της γούνας μου ~, (δεν) έχω συγγένεια ή σχέση μ΄ αυτόν, ώστε να τον βοηθήσω. τραβάω κπ. απ΄ το μανίκι, τον πιέζω, τον ζορίζω, τον κάνω ό,τι θέλω. άσος* κρυμμένος στο ~. 2α. (μτφ.) για δύσκολη δουλειά· μπελάς, παλούκι: H δουλειά που μου φόρτω σαν ήταν μεγάλο ~. Είναι ~ να ανεβείς στην κορυφή του βουνού. β. (χυδ.) για τη σεξουαλική πράξη: Ρίχνω / τραβάω ένα ~ σε κάποια. 3. (παρωχ.) λαβή εργαλείου, ιδίως μαχαιριού. μανικάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. μανίκι(ο)ν υποκορ. του μάνικ(α) -ι(ο)ν < λατ. manicae (πληθ.) `μακριά μανίκια τηβέννου΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μανίκι(ο)ν το· μανίκι· μανίκιν.
  • 1) Μανίκι ενδύματος:
    • (Προδρ. IV 58), (Μαχ. 26621).
  • 2) (Πιθ.) προκ. για τους προστατευτικούς ιμάντες των χεριών ή των πήχεων ενός πολεμιστή· φρ. χύνω τα μανίκια μου ή σείω τα μανίκια/το μανίκιν = βγάζω και πετώ πέρα τα μανίκια (βλ. Αλεξίου Στ., Διγ. Esc., σ. 122-3, 226):
    • (Διγ. Esc. 1185), (Διγ. Z 2935), (Διγ. Gr. 2491).
  • 3) Λαβή όπλου ή εργαλείου, ιδ. μαχαιριού:
    • (Διήγ. παιδ. 482), (Κορων., Μπούας 48).
  • 4) Προκ. για στρατιωτικό σχηματισμό:
    • γίνεται ρέντα των πεζών και των καβαλαρέων· ένα μανίκιν απεδώ και άλλον απεκείθεν (Λίβ. Esc. 2280).

[<μεσν. λατ. manicium (Du Cange, Lat.). Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ιδιωμ. Η λ. (‑ιον) τον 7. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανικιούρ το [manikúr] Ο (άκλ.) : 1. περιποίηση και καλλωπισμός των νυχιών του χεριού: Kάνω ~. 2. μεγάλο και περιποιημένο νύχι του χεριού: Έσπασε το ~.

[γαλλ. manucure, manicure]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανικιουρίστας ο [manikurístas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) θηλ. μανικιουρίστα [manikurísta] Ο25α : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το μανικιούρ.

[μανικιούρ -ίστας· μανικιουρ(ίστας) -ίστα]

[Λεξικό Κριαρά]
μανικίτσιν το· μανικίτσι.
  • Λαβή μαχαιριού:
    • (Ιατροσ. κώδ. φϞζ

[<ουσ. μανίκι(ν) + κατάλ. –ίτσιν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες