Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαμόθρεφτος -η -ο [mamóθreftos] Ε5 : (μειωτ. για πρόσ. και ιδ. για αγόρι ή άντρα) που είναι άβουλος, μαλθακός και επομένως ανίκανος να κατορθώσει κτ. || (συνήθ. ως ουσ.) το μαμόθρεφτο: Έβαλαν όλα τα μαμόθρεφτα σε θέσεις που χρειάζονται αληθινούς άντρες.
[λόγ. < ελνστ. μαμμόθρεπτος `μεγαλωμένος από τη γιαγιά΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] και παρετυμ. μαμά]