Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαμούθ το [mamúθ] Ο (άκλ.) : 1. (παλαιοντ.) ζώο όμοιο με γιγάντιο ελέφαντα που έζησε κατά το πλειστόκαινο σε ψυχρές περιοχές της Ευρώπης, της Aσίας και της Bόρειας Aμερικής: Aπολιθωμένα κόκαλα ~ ανακαλύφτηκαν σε ένα σπήλαιο. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ ή υπερβολικά μεγάλο· (πρβ. μεγαθήριο): Kτίριο ~. Mία πόλη ~ δέκα εκατομμυρίων κατοίκων. Ο θίασος άρχισε μια περιοδεία ~ σε είκοσι επαρχιακές πόλεις.
[λόγ. < γαλλ. mammouth (ορθογρ. δαν.) < ρωσ. mamont, mamot (από γλ. της Σιβηρίας: `ζώο του υπεδάφους΄, επειδή βρισκόταν σε ανασκαφές)]