Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαμμωνάς ο [mamonás] Ο1 : 1. (μειωτ.) ο πλούτος, η επιδίωξη του πλούτου. 2. (σπανιότ.) ο διάβολος.
[λόγ.: 1: μσν. μαμμωνάς < ελνστ. μαμωνᾶς `πλούτος΄ < αραμ. māmōnā· 2: σημδ. ιταλ. mammona < ελνστ. μαμωνᾶς]