Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαλτέζικος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μαλτέζικος, επίθ.
  • Σχετικός με τη Μάλτα ή τους Μαλτέζους·
    • (εδώ) που ανήκει στους Ιωαννίτες ιππότες:
      • μαλτέζικα … κάτεργα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 37821).

[<εθν. Μαλτέζος + κατάλ. ‑ικος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαλτέζικος -η -ο [maltézikos] Ε5 : 1. που έχει σχέση με τη Mάλτα ή τους κατοίκους της: Mαλτέζικα καράβια. 2. (παρωχ., για ζώο) που ανήκει σε βελτιωμένη ράτσα: Mαλτέζικη κατσίκα / αγελάδα.

[μσν. μαλτέζικος < Μαλτέζ(ος < ιταλ. Maltes(e) -ος) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες