Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλλιαρός, επίθ.
-
- 1) Τριχωτός:
- πρόσωπον … μαλλιαρόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1197]).
- 2) (Μεταφ., προκ. για τόπο) που έχει πυκνή βλάστηση, κατάφυτος:
- νησία … άσπρα και μαλλιαρά (Πορτολ. Α 18310).
[<ουσ. μαλλί(ν) + κατάλ. ‑ρός. Η λ. στο Βλάχ. (‑λ‑) και σήμ.]
- 1) Τριχωτός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλλιαρός -ή -ό [malarós] Ε1 : 1. που έχει τρίχωμα, ιδίως πυκνό και μακρύ: Mαλλιαρό ζώο. Ένα μεγάλο μαλλιαρό μαντρόσκυλο. Mαλλιαρό στήθος, τριχωτό. 2. (μειωτ., παρωχ.) που έχει σχέση με το μαλλιαρισμό: Mαλλιαρή λογοτεχνία. || (ως ουσ.) ο μαλλιαρός, ειρωνικός, μειωτικός χαρακτηρισμός που τον απέδιδαν οι καθαρευουσιάνοι στους δημοτικιστές.
[1: μσν. μαλλιαρός < μαλλι(ά) -αρός· 2: λόγ. σημδ. ιταλ. scapigliati (πληθ.)]