Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαλλιάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαλλιάζω [malázo] Ρ2.1α μππ. μαλλιασμένος : βγάζω τρίχωμα ή χνούδι. ΦΡ μάλλιασε η γλώσσα μου, βαρέθηκα να μιλάω προσπαθώντας να πεί σω κπ.

[μσν. μαλλιάζω < μαλλ(ίν) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
μαλλιάζω.
  • Βγάζω μαλλιά, αποκτώ τρίχωμα:
    • γένια του εμάκρυναν, τα μάγουλα μαλλιάσαν (Θησ. Δ́ [283]· Αλεξ. 1584
    • φρ. μαλλιάζει η γλώσσα μου = κουράζομαι από συνεχή ομιλία (χωρίς αποτέλεσμα):
      • (Μαρκάδ. 375).

[<ουσ. μαλλί(ν) + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Du Cange (μαλιάζειν, λ. μαλή) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες