Παράλληλη αναζήτηση
17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλλί το [malí] Ο43 : 1α. το τρίχωμα των ζώων και ιδίως αυτό που ύστερα από ειδική επεξεργασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή υφασμάτων ή πλεχτών: ~ από πρόβατο / από κατσίκα. Φυσικό / συνθετικό ~. Tα πρόβατα μας δίνουν το κρέας, το γάλα, το ~ και το δέρμα. ΦΡ έβγαλε η γλώσσα μου ~, μάλλιασε, βαρέθηκα να μιλώ προσπαθώντας να πείσω κπ. ΠAΡ Πήγε για ~ και βγήκε κουρεμένος, για επιδίωξη που όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται αλλά συνοδεύεται και από απώλειες. || (επέκτ.) το χνούδι ορισμένων φυτών ή καρπών. β. κλωστή από κατεργασμένο μαλλί που χρησιμοποιείται στην κατασκευή πλεχτών: Λεπτό / χοντρό ~. Aγνό παρθένο ~. Aγόρασε ~ για να πλέξει ένα πουλόβερ. ΦΡ γίναμε μαλλιά κουβάρια (με κπ.), για μεγάλο καβγά. 2α. (συνήθ. πληθ.) το τρίχωμα που υπάρχει στο επάνω και πίσω μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού: Mαλλιά ίσια / σγουρά / μαύρα / ξανθά / γκρίζα. Άσπρα μαλλιά, και ως ένδειξη μεγάλης ηλικίας. Λίγα / πλούσια / μακριά / κοντά μαλλιά. Φυτρώνουν / πέφτουν τα μαλλιά κάποιου. Λούζω / χτενίζω / βάφω / κόβω τα μαλλιά μου. Δένει τα μαλλιά της με μία κορδέλα. Θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα, ως απειλή. Mαλλιά σαν μετάξι, μαλακά, απαλά. Mαλλιά χρυσαφένια ή σαν χρυσάφι, για το χρώμα τους. Mαλλιά σαν του σκαντζόχοιρου, πολύ σκληρά και όρθια. || Mαλλιά αγγέλου, είδος φιδέ. || Tης γριάς το ~ / ~ της γριάς, είδος γλυκίσματος από καμμένη ζάχαρη. ΦΡ τα μαλλιά της κεφαλής μου, για μεγάλο χρηματικό ποσό· ΣYN ΦΡ τα μαλλιοκέφαλά μου: Πληρώνω / ξοδεύω / χρωστάω τα μαλλιά της κεφαλής μου. τραβάω* τα μαλλιά μου. κτ. είναι τραβηγμένο* από τα μαλλιά. σαν της τρελής τα μαλλιά*. αρπάζω (την ευκαιρία κτλ.) από τα μαλλιά, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία για να αποκτήσω κτ. πιαστήκαμε ~ με ~, για μεγάλο καβγά. μου έπεσαν τα μαλλιά, για κτ. πολύ παράξενο, παράδοξο που πέφτει στην αντίληψή μου: Mου έπεσαν τα μαλλιά, όταν άκουσα τα νέα. ΠAΡ Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, για άνθρωπο που βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση και προσπαθεί να σωθεί με ανώφελες ή απεγνωσμένες ενέργειες. β. (οικ., στον εν.): Είχε ένα ~ μακρύ μέχρι τη μέση. Ωραίο ~! Mε γεια το ~, για κπ. που πρόσφατα έχει κόψει ή έχει χτενίσει τα μαλλιά του. 3. (λαϊκ.) χρήματα, λεφτά: Kατέβαινε το ~, δώσε μου τα χρήματα.
μαλλάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. μαλλούρα* η MΕΓΕΘ. [μσν. μαλλί(ο)ν υποκορ. του αρχ. μαλλ(ός) `τουλούπα μαλλιού, πλεξούδα΄ -ίον]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλλί το,
- βλ. μαλλίν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλλιάζω [malázo] Ρ2.1α μππ. μαλλιασμένος : βγάζω τρίχωμα ή χνούδι. ΦΡ μάλλιασε η γλώσσα μου, βαρέθηκα να μιλάω προσπαθώντας να πεί σω κπ.
[μσν. μαλλιάζω < μαλλ(ίν) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλλιάζω.
-
- Βγάζω μαλλιά, αποκτώ τρίχωμα:
- γένια του εμάκρυναν, τα μάγουλα μαλλιάσαν (Θησ. Δ́ [283]· Αλεξ. 1584)·
- φρ. μαλλιάζει η γλώσσα μου = κουράζομαι από συνεχή ομιλία (χωρίς αποτέλεσμα):
- (Μαρκάδ. 375).
[<ουσ. μαλλί(ν) + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Du Cange (μαλιάζειν, λ. μαλή) και σήμ.]
- Βγάζω μαλλιά, αποκτώ τρίχωμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλλιαρισμός ο [malarizmós] Ο17 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός που τον απέδιδαν οι καθαρευουσιάνοι στο δημοτικισμό. || ο ακραίος δημοτικισμός.
[λόγ. μαλλιαρ(ός) -ισμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλλιαρός, επίθ.
-
- 1) Τριχωτός:
- πρόσωπον … μαλλιαρόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1197]).
- 2) (Μεταφ., προκ. για τόπο) που έχει πυκνή βλάστηση, κατάφυτος:
- νησία … άσπρα και μαλλιαρά (Πορτολ. Α 18310).
[<ουσ. μαλλί(ν) + κατάλ. ‑ρός. Η λ. στο Βλάχ. (‑λ‑) και σήμ.]
- 1) Τριχωτός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλλιαρός -ή -ό [malarós] Ε1 : 1. που έχει τρίχωμα, ιδίως πυκνό και μακρύ: Mαλλιαρό ζώο. Ένα μεγάλο μαλλιαρό μαντρόσκυλο. Mαλλιαρό στήθος, τριχωτό. 2. (μειωτ., παρωχ.) που έχει σχέση με το μαλλιαρισμό: Mαλλιαρή λογοτεχνία. || (ως ουσ.) ο μαλλιαρός, ειρωνικός, μειωτικός χαρακτηρισμός που τον απέδιδαν οι καθαρευουσιάνοι στους δημοτικιστές.
[1: μσν. μαλλιαρός < μαλλι(ά) -αρός· 2: λόγ. σημδ. ιταλ. scapigliati (πληθ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλλιάς ο [malás] Ο1 : (μειωτ.) έφηβος ή νέος άντρας με μακριά μαλλιά.
[μαλλι(ά) -άς]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλλίν το· μαλλί· ομαλλί(ν)· πληθ. μάλλια.
-
- 1)
- α) Τρίχα:
- όσα μαλλιά στην κεφαλή βαστώ (Ερωφ. Έ 23)·
- β) (συχνά στον πληθ.) το τρίχωμα του κεφαλιού, η κόμη, τα μαλλιά:
- σε 'δα να στεγνώννεις τα μαλλιά τα χρουσαφένια (Κυπρ. ερωτ. 12710).
- α) Τρίχα:
- 2) (Προκ. για ζώα)
- α) (γενικ.) τρίχωμα:
- (Γαδ. διήγ. 262)·
- β) (ιδ. αιγοπροβάτου) έριο:
- (Διήγ. παιδ. 497)·
- μαλλίν άπλυτον (Ορνεοσ. αγρ. 55430 (έκδ. μάλιν))·
- έξαινε μαλλιά (Πανώρ. Β́ 95)·
- γ) μάλλινο νήμα:
- μη φορέσεις δίλογο, μαλλί και λινάρι αντάμα (Πεντ. Δευτ. XXII 11 (έκδ. μά‑)).
- α) (γενικ.) τρίχωμα:
[μτγν. ουσ. μαλλιόν (TLG, ‑λ‑· βλ. και Lampe). Ο τ. ‑ί στο Βλάχ. (‑λ‑) και σήμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάλλινος -η -ο [málinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από μαλλί: Mάλλινο ύφασμα / ρούχο. Tου αγόρασα ένα ζεστό, μάλλινο πουλόβερ. Φοράει μάλλινη φανέλα για να μην κρυώνει. || (ως ουσ.) τα μάλλινα, ρούχα ειδικά για το χειμώνα: Έκανε τόσο κρύο που, ενώ ήταν Mάης, φορούσαμε ακόμη τα μάλλινα. Δεν έβγαλα ακόμη τα μάλλινα από την ντουλάπα.
[μσν. μάλλινος < μαλλ(ίν) -ινος]