Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλιοβράσι το [malovrási] & μαλεβράσι το [malevrási] & μάλε βράσε το [mále vráse] Ο (άκλ.) : (προφ.) μόνο στην έκφραση γίνεται ~, επικρατεί μεγάλη αναταραχή, γίνεται μεγάλη φασαρία: Mάλωσαν για κληρονομικά κι έγινε ~ / το μάλε βράσε.
[μάλε βράσε: < φρ. βάλε βράσε με ανομ. [v-v > m-v] · μαλεβράσι: < μαλεβράσ(ε) -ι· μαλιοβράσι: < μαλεβράσι με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- και παρετυμ. μαλλιά ]