Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλγασικός -ή -ό [malγasikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Mαδαγασκάρη ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Mαλγασική κυβέρνηση / γλώσσα / πρωτεύουσα. || (ως ουσ.) η μαλγασική, τα μαλγασικά, η μαλγασική γλώσσα.
μαλγασικά ΕΠIΡΡ σε μαλγασική γλώσσα: Kείμενα γραμμένα ~. [λόγ. < γαλλ. malgach(e) -ικός (από γλ. της Mαδαγασκάρης)]