Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαλαματένιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαλαματένιος -α -ο [malamaténos] Ε4 : (παρωχ.) κατασκευασμένος από χρυσό: Mαλαματένια σκουλαρίκια. || (μτφ.): Kαρδιά μαλαματένια.

[μσν. μαλαματένιος < μαλαγματένιος με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < μαλαγματ- (μάλαγμα δες στο μάλαμα) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες