Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλακώνω [malakóno] Ρ1α μππ. μαλακωμένος : ANT σκληραίνω. 1. κά νω κτ. μαλακό έτσι ώστε: α. να μαλάζεται, να λυγίζει ή να σπάζει εύκο λα: ~ το ξερό ψωμί βουτώντας το στο γάλα. || γίνομαι μαλακός: Tο χταπόδι θέλει χτύπημα για να μαλακώσει. Tο κερί μαλακώνει από τη ζέστη. β. να γίνει λείο, απαλό ή τρυφερό: Kρέμα που μαλακώνει το δέρμα. || γίνο μαι λείος, απαλός ή τρυφερός: Mαλάκωσαν τα χέρια του, γιατί έπαψε να κάνει χειρωνακτικές εργασίες. 2. (μτφ.) α. κάνω κπ. ή κτ. λιγότερο έντονο και επομένως λιγότερο δυσάρεστο: ~ τον πόνο / το θυμό / το βή χα. Λόγια παρηγοριάς που μαλακώνουν τη θλίψη. || γίνομαι λιγότερο έντονος και επομένως λιγότερο δυσάρεστος: Mαλακώνει ο καιρός / ο χειμώνας, γίνεται ήπιος. Mαλακώνει ο πόνος, υποχωρεί. || Mαλακώνει ο λαιμός, δεν πονάει. β. κάνω κπ. ήπιο, πράο και όχι βίαιο ή απότομο: Tα δάκρυά της τον μαλάκωσαν. || γίνομαι ήπιος, πράος: Tώρα που μαλάκωσε το αφεντικό, μπορείς να του ζητήσεις ό,τι θέλεις. H καρδιά του μαλάκωσε από οίκτο.
[μσν. μαλακώνω < ελνστ. μαλακ(ῶ) -ώνω `μαλάσσω, μαλακώνω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλακώνω.
-
- Κάνω κ. μαλακό (εδώ σε μεταφ.):
- καρδίαν σαν πέτρα … δάκρυα δεν ημπορούν ποτέ να τηνε μαλακώσουν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1263]).
[παλαιότ. μαλακόω (Ησύχ.). Η λ. στο Somav. (λ. ‑αίνω) και σήμ.]
- Κάνω κ. μαλακό (εδώ σε μεταφ.):