Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαλακτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μαλακτικός, επίθ.
  • Καταπραϋντικός:
    • (Ιερακοσ. 49520).
  • Το ουδ. ως ουσ. = επίχρισμα, έμπλαστρο που έχει μαλακτικές ιδιότητες:
    • το βυζίν όταν πρηστεί … να ανοίξει με τα μαλακτικά (Ιατροσ. κώδ. τλβ́).

[αρχ. επίθ. μαλακτικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαλακτικός -ή -ό [malaktikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα: 1. να καταπραΰνει, να μειώνει τον πόνο: Mαλακτικό ρόφημα / φάρμακο. || (ως ουσ.) το μαλακτικό, για κάθε ρόφημα που έχει μαλακτικές ιδιότητες: Πίνει διάφορα μαλακτικά, ιδίως χαμομήλι, γιατί πονάει ο λαιμός του. 2. που κάνει κτ. μαλακό, απαλό: Mαλακτικό υγρό για τα ρούχα. || (ως ουσ.) το μαλακτικό: Mην ξεχάσεις να βάλεις στα ρούχα / στα μαλλιά και μαλακτικό. || (ιδ. για καλλυντικό): Mαλακτική κρέμα.

[λόγ. < αρχ. μαλακτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες