Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαλακισμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαλακισμένος -η -ο [malakizménos] Ε3 μππ. του μαλακίζομαι : (υβρ.) ηλίθιος, βλάκας: Ο ~ άνθρωπος. Bρε μαλακισμένε, δε σου έχω πει να προσέχεις! Mαλακισμένη δουλειά / κουβέντα. μαλακισμένα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε πολύ ~.

[μππ. του μαλακίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες