Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλακαίνω.
-
- Κάνω κ. μαλακό, εύπλαστο, επεξεργάσιμο:
- ωσάν η φωτιά το σίδηρον, οπού το μαλακαίνει (Διγ. A 2675).
[<επίθ. μαλακός + κατάλ. ‑αίνω. Η λ. στο Βλάχ.]
- Κάνω κ. μαλακό, εύπλαστο, επεξεργάσιμο: