Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλακίζομαι [malakízome] Ρ2.1β μππ. μαλακισμένος* : (οικ.) 1. αυνανίζομαι. 2α. μιλώ ή ενεργώ ηλίθια. β. αδρανώ: Mαλακίζονται όλη μέρα αντί να δουλεύουν.
[μσν. μαλακίζομαι (στη σημερ. σημ.) < αρχ. μαλακίζομαι `δείχνω αδυναμία ή δειλία΄ με αλλ. της σημ. κατά τη λ. μαλακία]