Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλακία η [malakía] Ο25 (οικ.) : 1. ο αυνανισμός: Bαράω / τραβάω / ρίχνω (μία) ~, αυνανίζομαι. 2α. βλακεία, ηλιθιότητα: Tον δέρνει η ~, είναι πολύ βλάκας. ΦΡ (ειρ.) κάποιος / κτ. θεραπεύει πάσαν νόσον* και πάσαν μαλακίαν. β. ηλίθια λόγια, ηλίθια ενέργεια ή αποτυχημένο αποτέλεσμα: Όλο μαλακίες κάνει. Aυτό είναι μεγάλη ~.
[μσν. μαλακία (στη σημερ. σημ.) < αρχ. μαλακία `σωματική ή ηθική αδυναμία΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλακία η.
-
- 1) Εξασθένηση, αδυναμία, αρρώστια:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1648).
- 2) Αυνανισμός:
- (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι X 63).
[αρχ. ουσ. μαλακία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εξασθένηση, αδυναμία, αρρώστια:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλακιάζω.
-
- Μαλάσσω, χαϊδεύω:
- να πίασες τα χέρια μου και να τα μαλακιάσες (Περί ξεν. 524).
[<μαλακίζω με επίδρ. ρ. σε ‑ιάζω]
- Μαλάσσω, χαϊδεύω: