Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαλακάδα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μαλακάδα η.
  • Μαλακότητα, απαλότητα (προκ. για δέρμα χωρίς τρίχωμα):
    • τομάρια κατσικά των γιδιών εφόρεσεν … ιπί μαλακάδα των τραχήλων του (Πεντ. Γέν. XXVII 16).

[<επίθ. μαλακός + κατάλ. ‑άδα. Η λ. και σήμ. λαϊκ. (Βλαστός2)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go