Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλαγάνας ο [malaγánas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) & μαλαγάνα η [malaγá na] Ο25α : (οικ.) για άνθρωπο που με υποκριτικές εκδηλώσεις και κολακείες προσπαθεί να πετύχει το σκοπό του· (πρβ. γαλίφης): Έτσι ~ που είναι αποκλείεται να μην του δώσεις ό,τι σου ζητήσει. Mεγάλη μαλαγάνα αυτός ο φίλος σου.
[ίσως ισπαν. malagana `λιποθυμία΄ & -ς]