Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλάκυνση η [malákinsi] Ο33 : παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση ή τέλεια εξαφάνιση της συνοχής των στοιχείων ενός ιστού: ~ του εγκεφάλου, νέκρωση του εγκεφαλικού ιστού που εκδηλώνεται με ημιπληγία ή με άλλα συμπτώματα ανάλογα με την περιοχή του εγκεφάλου που έχει νεκρωθεί.
[λόγ. < ελνστ. μαλάκυν(σις) `μάλαξη΄ -ση σημδ. γαλλ. ramollissement]