Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλάκα η [maláka] Ο25α : είδος μαλακού τυριού.
[μαλακ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλάκα η.
-
- Είδος μαλακού τυριού:
- ψωμί, τυρί, χλωρή μαλάκα (Βοσκοπ. 193).
[<επίθ. μαλακός με αναβιβ. τόνου. Η λ. στο Somav. (μά‑) και σήμ. ιδιωμ.]
- Είδος μαλακού τυριού:
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλακάδα η.
-
- Μαλακότητα, απαλότητα (προκ. για δέρμα χωρίς τρίχωμα):
- τομάρια κατσικά των γιδιών εφόρεσεν … ιπί μαλακάδα των τραχήλων του (Πεντ. Γέν. XXVII 16).
[<επίθ. μαλακός + κατάλ. ‑άδα. Η λ. και σήμ. λαϊκ. (Βλαστός2)]
- Μαλακότητα, απαλότητα (προκ. για δέρμα χωρίς τρίχωμα):
[Λεξικό Κριαρά]
- μαλακαίνω.
-
- Κάνω κ. μαλακό, εύπλαστο, επεξεργάσιμο:
- ωσάν η φωτιά το σίδηρον, οπού το μαλακαίνει (Διγ. A 2675).
[<επίθ. μαλακός + κατάλ. ‑αίνω. Η λ. στο Βλάχ.]
- Κάνω κ. μαλακό, εύπλαστο, επεξεργάσιμο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλάκας ο [malákas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1. (υβρ.) βλάκας: Mην περιμένεις να καταλάβει· ~ είναι. Mε τόσους μαλάκες εδώ μέσα πώς να γίνει δουλειά! 2. ως οικεία προσφώνηση ή αναφορά σε κπ.: Έλα / μίλα / άκου, ρε μαλάκα. Aργεί ο ~!
μαλακούλης ο YΠΟKΟΡ. [μαλάκ(α) η `μαλάκυνση΄ -ας < ελνστ. μαλακ(ός) `παθητικός ομοφυλόφιλος΄ -α (αναδρ. σχημ.), με αλλ. της σημ. κατά το μαλακία· μαλάκ(ας) -ούλης]