Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μακρύς, επίθ.· θηλ. μακρέα· μακρία· πληθ. ουδ. μακρέα· μακρία.
-
- 1)
- α) Που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς:
- ορά μακρέα (Γαδ. διήγ. 260)·
- ξέρα … μακρία μίλι ήμισυ (Πορτολ. Α 21626)·
- β) που έχει σχήμα επίμηκες, μακρουλός:
- μάτια … μεγάλα και μακριά (Θησ. ΙΒ́ [563]).
- α) Που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς:
- 2) (Ως προς το ύψος, το ανάστημα) ψηλός:
- Μακρύς ήτον ως το βεργίν (Ιμπ. 79).
- 3) (Προκ. για τόπο) μακρινός, απομακρυσμένος:
- ο ξένος … να έρτει από ηγή μακριά (Πεντ. Δευτ. XXIX 21).
- 4) Μεγάλος·
- (προκ. για κατηγορία) σοβαρός:
- μακρύν έγκλημαν (Ασσίζ. 38014).
- (προκ. για κατηγορία) σοβαρός:
- 5) Μακροχρόνιος, μεγάλης διάρκειας:
- το ταξίδιν το μακρύ (Αχέλ. 1115).
- Το ουδ. ως ουσ. = αναβολή:
- το μακρύ πολλές φορές είδα καλό να φέρει (Ερωτόκρ. Ά 1713).
- Η λ. στο αρσ.
- 1) Ως επών.:
- (Σφρ., Χρον. 7010).
- 2) Σε τοπων.:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 25319).
- 1) Ως επών.:
[<επίθ. μακρός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακρύς -ιά -ύ [makrís] Ε7 : 1. που έχει μεγάλο μήκος: ~ ποταμός / δρόμος. Mακριά γαϊδούρα*. ΦΡ έχω μακριά γλώσσα*. || ANT κοντός. α. που έχει μεγαλύτερο μήκος από ό,τι συνηθίζεται: Ένα κορίτσι με μακριά μαλλιά. Άνθρωπος με μακριά χέρια / πόδια. Mακρύ σακάκι / παλτό / ρούχο. β. (για ορισμένα ρούχα ή τμήματά τους) που καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα του αντίστοιχου τμήματος του σώματος: Mακρύ παντελόνι, που φτάνει ως τη φτέρνα περίπου. Mακριά φούστα ή μακρύ φουστάνι, που φτάνει πολύ κάτω από το γόνατο· (πρβ. μάξι). Mακρύ μανίκι, που φτάνει ως τον καρπό του χεριού. 2α. μακροχρόνιος: Mακρύ ταξίδι. β. (σπάν.) μακροσκελής: Mακρύς λόγος. ΦΡ (λέει) ο ένας το κοντό* του κι ο άλλος το μακρύ του.
[μσν. μακρύς < αρχ. μακρ(ός) μεταπλ. -ύς κατά τα άλλα επίθ. που δηλώνουν βάρος ή μήκος (π.χ. βαθύς)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μακρύσιν το.
-
- Μακρύ ξύλο (εδώ προκ. για το μακρύτερο από τα δύο ξύλα του σταυρού):
- (Μαχ. 610).
[πιθ. <ουσιαστικοπ. απαρέμφ. μέλλ. του μακρύνω - μακρυνίσκω (πβ. κοντύσιν, ετυμολ.)]
- Μακρύ ξύλο (εδώ προκ. για το μακρύτερο από τα δύο ξύλα του σταυρού):
[Λεξικό Κριαρά]
- μάκρυσις η,
- βλ. μάκρυνσις.
[Λεξικό Κριαρά]
- μακρυσκάμνι το.
-
- Μακρύ σκαμνί:
- (Βαρούχ. 4865).
[<επίθ. μακρύς + ουσ. σκαμνί]
- Μακρύ σκαμνί:
[Λεξικό Κριαρά]
- μάκρυσμαν το,
- βλ. μάκρυμα.
[Λεξικό Κριαρά]
- μακρυσμένος, μτχ.,
- βλ. μακρύνω.