Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μακρύνω· μτχ. παρκ. μακρυσμένος.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Επιμηκύνω· δίνω έκταση σε κ., παρατείνω:
- Μακρύνω την αφήγησιν (Ιμπ. 664)·
- β) προβάλλω, προτείνω κ.:
- το κοντάρι εμάκρυνε, την κονταρίαν να δώσει (Διγ. Esc. 1557).
- α) Επιμηκύνω· δίνω έκταση σε κ., παρατείνω:
- 2) Καθυστερώ, αναβάλλω:
- μακρύνει (ενν. η αγάπη σου) το έλθιμόν της (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 21632).
- 3) Οδηγώ μακριά, απομακρύνω:
- εμάκρυνεν από λόγου μας τες ανομίες μας (Χριστ. διδασκ. 377)·
- φρ. μακρύνω εαυτόν (από) τινος = απέχω από κ., απαρνιέμαι κ.:
- (Βακτ. αρχιερ. 168), (Φυσιολ. (Legr.) 678).
- 1)
- B́ Αμτβ.
- 1) Γίνομαι μακρύς, επιμηκύνομαι:
- το μουστάκιν εμάκρυνεν (Σπανός A 366).
- 2) Παρατείνομαι, τραβώ σε μάκρος:
- ο χρόνος της ζωής μας … μακρύνει (Πένθ. θαν. 462).
- 3) Καθυστερώ, αργώ:
- το της … τρικυμίας τέλος … εμάκρυνεν (Σφρ., Χρον. 15614‑5).
- 4) Απομακρύνομαι, βρίσκομαι μακριά από κάπ. ή κ.· εγκαταλείπω:
- μακρύναντες … εκ των τρωικών λιμένων (Ερμον. Ψ 75· Χρον. σουλτ. 1361)·
- πώς εμακρύναμεν του Θεού; (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι VIII 58).
- 1) Γίνομαι μακρύς, επιμηκύνομαι:
- Ά Μτβ.
- II. (Μέσ.) απομακρύνομαι, ξεμακραίνω:
- αναχωρεί ο αγαθός άγγελος απ’ αυτού (ενν. απ’ όποιον έχει έχθρα) και μακρύνεται (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XII 41).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = απομακρυσμένος, μακρινός:
- Η Βενετία … ήτανε από μας καμπόσον μακρυσμένη (Θρ. Κύπρ. Μ 275).
[μτγν. μακρύνω. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- I. Ενεργ.