Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακρόχρονος -η -ο [makróxronos] Ε5 : 1. (γραμμ.) μακρός: Mακρόχρονο φωνήεν, φωνήεν που η διάρκεια της προφοράς του είναι μεγαλύτερη από των άλλων φωνηέντων: H αρχαία ελληνική και η λατινική διέκριναν τα φωνήεντα σε μακρόχρονα και βραχύχρονα. Mακρόχρονη συλλαβή, που έχει μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο. Φύσει* / θέσει* μακρόχρονη συλλαβή. 2. μακροχρόνιος.
[λόγ. < ελνστ. μακροχρον(ία) `μακρά διάρκεια συλλαβής΄ -ος]