Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακρόθυμος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μακρόθυμος, επίθ.· μακρύθυμος.
  • Υπομονετικός, ανεκτικός, ανεξίκακος (συν. προκ. για το Θεό και το Χριστό):
    • Εκείνος είν' μακρόθυμος και αμαρτωλούς λυπείται (Νεκρ. βασιλ. 121).
  • Το ουδ. ως ουσ. = μακροθυμία:
    • το μακρόθυμον οι πάντες επαινούσιν (Λίβ. P 715).

[μτγν. επίθ. μακρόθυμος. Ο τ. με επίδρ. του επιθ. μακρύς. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακρόθυμος -η -ο [makróθimos] Ε5 : (ιδ. για πρόσ.) που συγχωρεί ή ανέχεται υπομονετικά τα σφάλματα των άλλων: Ο ~ και πολυεύσπλαχνος Θεός.

[λόγ. < ελνστ. μακρόθυμος `υπομονετικός΄ (η σημερ. σημ. μσν. κατά το μακροθυμία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες