Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακρόβιος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μακρόβιος, επίθ.
  • Μακρόβιος:
    • (Αχιλλ. (Smith) N 1532).
  • Το ουδ. ως ουσ. = μακροβιότητα:
    • (Διακρούσ. 11913).

[αρχ. επίθ. μακρόβιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακρόβιος -α -ο [makróvios] Ε6 : 1. που ζει πολλά χρόνια: Οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών συνήθως είναι μακρόβιοι. 2. που υπάρχει επί μεγάλο χρονικό διάστημα. ANT βραχύβιος: Mακρόβια κυβέρνηση.

[λόγ. < αρχ. μακρόβιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες