Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακροχρόνιος -α -ο [makroxrónios] Ε6 : που διαρκεί επί μεγάλο χρονικό διάστημα: Ένας ~ πόλεμος. Mακροχρόνια εξέλιξη / διένεξη / αρρώστια. Έγιναν μακροχρόνιες προσπάθειες για την ανάπτυξη του τουρισμού της χώρας. Mακροχρόνιες διαπραγματεύσεις. Mακροχρόνια πείρα, που αποκτήθηκε σε μεγάλο χρονικό διάστημα.
μακροχρόνια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μακροχρόνιος]