Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακροσκέλης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μακροσκέλης, επίθ.
  • Που έχει μακριά πόδια:
    • (Ερμον. Δ 112).

[αρχ. επίθ. μακροσκελής με αναβιβ. τόνου. Η λ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακροσκελής -ής -ές [makroskelís] Ε10 : (για γραπτό ή προφορικό λόγο) που είναι πολύ μεγάλος, πολύ εκτεταμένος: Mία ~ πρόταση / περίοδος / διήγηση / περιγραφή. Mακροσκελές κείμενο. Δημοσίευσε μακροσκελή άρθρα στις εφημερίδες για να εκθέσει τις απόψεις του.

[λόγ. < αρχ. μακροσκελής `με μακριά σκέλη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες