Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακροβούτι το [makrovúti] Ο44α : βουτιά μετά την οποία ο κολυμβητής διανύει μεγάλη απόσταση κολυμπώντας κάτω από την επιφάνεια του νερού: Kάνω ~.
[μακρο- + βουτ(ώ) -ι]