Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακραίνω [makréno] Ρ7.4α : 1α. κάνω κτ. μακρύ ή πιο μακρύ από όσο ήταν πριν. ANT κονταίνω: ~ τις κουρτίνες / τα μανίκια / τα μπατζάκια. Mάκρυνε λίγο ακόμα τη φούστα σου, για να σκεπάζει τα γόνατα. || ~ τα μαλλιά μου, τα αφήνω να μεγαλώσουν. β. γίνομαι μακρύς: Mάκρυναν πάλι τα μαλλιά μου και πρέπει να τα κόψω. 2. απομακρύνομαι: Tο πλοίο μάκρυνε από τη στεριά. 3α. παρατείνω μια ενέργεια ή μια κατάσταση, την κάνω να διαρκεί περισσότερο από το κανονικό ή το προϋπολογισμένο: ~ μια περιγραφή / μια συζήτηση. β. για κτ. που παρατείνεται: Mου φαίνεται πως μάκρυνε πολύ η συνεδρίαση.
[μσν. μακραίνω < αρχ. μακρ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μακραίνω· αόρ. (ε)μάκρυνα.
-
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Κάνω κ. μακρύ, μακρύτερο, επιμηκύνω:
- το φορτί αύξαναν κι εμακραίναν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45423)·
- β) (προκ. για κοντάρι) θέτω κατά μήκος, προτείνω:
- (Διγ. Esc. 1557)·
- γ) αυξάνω κ. (σε μέγεθος ή σε πλήθος):
- εμάκρυνε (ενν. η ποθητή μου) τσι μέρες μου (Φορτουν. Γ́ 515).
- α) Κάνω κ. μακρύ, μακρύτερο, επιμηκύνω:
- 2) Δίνω έκταση, διάρκεια σε κ., παρατείνω:
- να μακρύνει (ενν. η συνάθροισις) τον καιρόν υπηρεσίας ετούτων (Χριστ. διδασκ. 481)·
- (προκ. για λόγια, διηγήσεις, κ.τ.ό.):
- την αθιβολή δεν θέλω να μακρύνω (Στάθ. Ά 200).
- 3)
- α) Απομακρύνω, διώχνω, απωθώ κάπ. από κάπου:
- να μακρύνω το τέκνο μου απ' τη χώρα σου (Ερωτόκρ. Έ 1464· Τζάνε, Κρ. πόλ. 26711)·
- β) (προκ. για συναίσθημα):
- να μακρύνω απ' την καρδιά τσ' αγάπης τα μαντάτα (Ερωτόκρ. Ά 376)·
- γ) αποχωρίζω:
- ο Χάρος από λόγου σας μόνο να με μακρύνει (Ερωτόκρ. Δ́ 350)·
- δ) θέτω κ. μακριά, αποσύρω:
- μασε μακραίνεις τη θωριά σου (Ερωφ. Δ́ 717)·
- ε) (προκ. για τόπο) απομακρύνομαι από κάπου:
- αγάλι αγάλι μάκρυνα τον τόπο (Βοσκοπ. 303).
- α) Απομακρύνω, διώχνω, απωθώ κάπ. από κάπου:
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1)
- α) Γίνομαι μακρύς, μακρύτερος, αυξάνομαι σε μήκος:
- Μακραίνου γένια και μαλλιά (Ερωτόκρ. Δ́ 841)·
- β) ψηλώνω:
- σ' ολίγον τον καιρόν εμάκρυνε (ενν. η κουρτέσα) κι αυξήνθη (Θησ. ΙΒ́ [647]).
- α) Γίνομαι μακρύς, μακρύτερος, αυξάνομαι σε μήκος:
- 2)
- α) Τραβώ σε μάκρος, χρονίζω:
- εμάκρυνε το τέρμενον δυο χρόνους (Βέλθ. 841)·
- ήβλεπε … τη μάχη πως μακραίνει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5339)·
- β) (με υποκ. πρόσωπο) μακρηγορώ, πολυλογώ:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 58620).
- α) Τραβώ σε μάκρος, χρονίζω:
- 3) Καθυστερώ, αργώ:
- να μην μακραίνουσι περισσότερον … αι σύναξες (Χριστ. διδασκ. 478).
- 4) (Συχνότ. με την πρόθ. από -σπανιότ. με την εκ- ή με έμμεσο αντικ. σε γεν. και αιτιατ.)
- α) απομακρύνομαι, ξεμακραίνω (από κάπου, κάπ. ή κ.):
- μακρύναν πίσω τους η γη με το λιμέναν (Αχέλ. 1268)·
- όσον ημπορεί 'κ τη χώρα να μακρύνει (Ερωτόκρ. Ά 1281)·
- πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω (Ερωτόκρ. Γ́ 1363)·
- (μεταφ.):
- να μη θέλει από τον πόθον να μακραίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. ά [93])·
- β) απέχω, βρίσκομαι σε απόσταση
- β1) (με τοπ. σημασ.):
- να μακρύνει από εσέν ο τόπος (Πεντ. Δευτ. XIV 24)·
- β2) (με χρον. σημασ.):
- πέρασε ο καιρός κι εμάκρυνε η πρίκα (Ευγέν. 1017)·
- β3) (με χρον. και τοπ. σημασ.):
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 41415)·
- β1) (με τοπ. σημασ.):
- γ) εκλείπω, χάνομαι:
- ομορφιά … μακραιμένη (Ερωτόκρ. Έ 1123).
- α) απομακρύνομαι, ξεμακραίνω (από κάπου, κάπ. ή κ.):
- 1)
- Φρ. μακραίνω μέρες ή μακραίνουν οι μέρες μου = ζω πολύ καιρό, μακροημερεύω:
- (Πεντ. Δευτ. XI 9), (Έξ. XX 12).
[<μακρύνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ά Μτβ.