Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακιγιάρω [makijáro] -ομαι Ρ6 : α. καλύπτω το πρόσωπο με πολύ λεπτό στρώμα από καλλυντικά με στόχο τον καλλωπισμό: Είναι κορίτσι δώδεκα χρόνων, έχει αρχίσει όμως κιόλας να μακιγιάρεται, να βάφεται. Πρόσωπο έντονα μακιγιαρισμένο, βαμμένο. β. για ηθοποιό που μακιγιάρεται για να υποδυθεί κπ. ρόλο: Mακιγιάρονται οι ηθοποιοί πριν εμφανιστούν στη σκηνή.
[γαλλ. maquill(er) -άρω]