Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακιγιάζ το [makijáz] Ο (άκλ.) : α. τεχνική καλλωπισμού του προσώπου με τη βοήθεια καλλυντικών· μακιγιάρισμα: Ρουζ, κραγιόν, πούδρα και άλλα καλλυντικά που είναι απαραίτητα στο ~. Xάλασε / έφυγε το ~. ~ προσώπου. Επαγγελματικό ~. β. μακιγιάρισμα που προσδίδει σε έναν ηθοποιό τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ρόλου που υποδύεται.
[λόγ. < γαλλ. maquillage]