Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακελεύω [makelévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ., λαϊκότρ.) 1. σφάζω ή γενικά σκοτώνω κπ., ιδίως με κοφτερό αντικείμενο: Ρίχτηκαν απάνω τους και τους μακέλεψαν με τα σπαθιά. 2. τραυματίζω κπ. σε πολλά σημεία.
[μσν. μακελλεύω (στη νέα σημ. κατά το μακελλάρης) < ελνστ. μακελλεύω `κρατάω στάβλο΄ (ορθογρ. απλοπ.)]