Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μακεδονικός, επίθ.
-
- 1) Μακεδονικός:
- ρούχα μακεδονικά (Αλεξ. 956).
- 2) Έκφρ. πετροσέλινον μακεδονικόν = μαϊντανός:
- (Ορνεοσ. αγρ. 5699).
[αρχ. επίθ. Μακεδονικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μακεδονικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακεδόνικος -η -ο [makeδónikos] Ε5 : (προφ.) μακεδονικός.
[Mακεδον(ία) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακεδονικός -ή -ό [makeδonikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη Mακεδονία ή τους Mακεδόνες και ιδίως που προέρχεται από αυτή: Mακεδονικά βουνά / ποτάμια. ~ λαός / πολιτισμός. || με αναφορά στην αρχαιότητα: ~ τάφος. Mακεδονική φάλαγγα / σάρισα. || με αναφορά στους νέους χρόνους: Mακεδονικά ιδιώματα. Ο ~ αγώνας, ένοπλος αγώνας που οργανώθηκε από τους Έλληνες με σκοπό την προστασία της τουρκοκρατούμενης Mακεδονίας από τις βουλγαρικές βλέψεις.
[λόγ. < αρχ. Mακεδονικός (τοπων. Mακεδονία)]