Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακαρόνι το [makaróni] Ο44 : 1. (συνήθ. πληθ.) είδος ζυμαρικών που συνήθ. έχει σχήμα λεπτού σωλήνα: Mακαρόνια ψιλά / χοντρά / κοφτά. || η μακαρονάδα: Mαγειρεύω / τρώω μακαρόνια. Mακαρόνια με τυρί / με κιμά. 2. (μτφ.) α. πολύ μεγάλη λέξη ή μακροσκελής φράση. β. καθετί που μοιάζει με μακαρόνι.
μακαρονάκι το YΠΟKΟΡ: Kοφτό* ~. [ίσως αντδ. < βεν. macarone, πληθ. macaroni που θεωρήθηκε εν. < μσν. μακαρία (δες στο μακαριά)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μακαρόνι το· μακαρούνι.
-
- (Στον πληθ.) μακαρόνια:
- τα μακαρούνια … ας πιάσουσι να φάσι (Ευγέν. 1030).
[αντιδ. <βεν. macaron, πληθ. ‑i <ελλην. μακαρών(ε)ια - *μακαρωνία, ιδιωμ. ‑ιά (Kahane, GR I 400-2, II 27-8, 52, III 207). Η λ. στο Somav. (πληθ.) και σήμ.]
- (Στον πληθ.) μακαρόνια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακαρονίζω [makaronízo] Ρ2.1α : κάνω μακαρονισμούς.
[λόγ. μακαρον(ισμός) -ίζω (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακαρονικός -ή -ό [makaronikós] Ε1 : (για κείμενο) που περιέχει αρχαϊκούς, διαλεκτικούς ή ξένους γλωσσικούς τύπους.
[λόγ. < γαλλ. maca ronique `κείμενο ανάμεικτο με λατινικούρες΄ < παλ. ιταλ. macaron(ι δες στο μακαρόνι) -ique = -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακαρονισμός ο [makaronizmós] Ο17 : αντικανονική χρήση αρχαϊκών, διαλεκτικών ή ξένων γλωσσικών τύπων.
[λόγ. < γαλλ. macaronisme < macaron(ique) = μακαρον(ικός) -isme = -ισμός]