Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακαρονάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακαρονάς ο [makaronás] Ο1 : αυτός που του αρέσουν και τρώει πολλά μακαρόνια. || (χλευ.) για τους Iταλούς.

[μακαρόν(ι) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες