Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακαρισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μακαρισμός ο.
  • Φρ. λέγω κάπ. ή στην ψυχή κάπ. μακαρισμούς = εύχομαι για την ψυχή κάπ. τη συγχώρηση από το Θεό:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 50923, 39822).

[αρχ. ουσ. μακαρισμός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες