Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακαριά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακαριά η [makarjá] Ο24 : (παρωχ.) γεύμα ή δείπνο που προσφέρεται συνήθ. στο σπίτι του νεκρού από τους συγγενείς μετά την κηδεία· παρηγοριά3.

[μσν. μακαρία (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. μακάριος]

[Λεξικό Κριαρά]
μακαρία η.
  • Γεύμα ή δείπνο που προσφέρεται στο σπίτι του νεκρού μετά την κηδεία, νεκρόδειπνος· άρτος που διανέμεται κατά την ταφή ή το μνημόσυνο:
    • εφάγαμεν … τον επιτάφιον δείπνον, τους εσηκώσαμεν και τας επιχωρίους μακαρίας (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 16914‑5).

[θηλ. του επιθ. μακάριος ως ουσ. Τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ. Η λ. στον Ησύχ. και σήμ. ποντ. και κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μακαριασμένος, μτχ. επίθ.
  • Μακαρίτης:
    • εκείνα που τως εφήκεν ο μακαριασμένος αφέντης (Διαθ. 17. αι. 650).

[<μτχ. παρκ. του μακαρίζω με επίδρ. μτχ. σε ‑ιασμένος. Η λ. στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες