Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακαρίτης ο [makarítis] Ο10 θηλ. μακαρίτισσα [makarítisa] Ο27α : (ιδ. για δήλωση συμπάθειας) ο άνθρωπος που έχει πεθάνει· συχωρεμένος: Ο ~ ο πατέρας μου. Ήταν καλός άνθρωπος ο ~. H τελευταία επιθυμία του μακαρίτη. Ο Θεός ας αναπάψει την ψυχή του μακαρίτη. Γίνομαι ~, πεθαίνω.
[αρχ. μακαρίτης· μακαρίτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μακαρίτης ο.
-
- Αυτός που απαλλάχθηκε από τα δεινά της ζωής, είναι αξιομακάριστος, ευτυχής, προκ. για νεκρό:
- ο μακαρίτης και αοίδιμος πατήρ αυτού (Σφρ., Χρον. 8218· Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 906).
[αρχ. ουσ. μακαρίτης. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που απαλλάχθηκε από τα δεινά της ζωής, είναι αξιομακάριστος, ευτυχής, προκ. για νεκρό: