Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μακάριος, επίθ.
-
- 1)
- α) Ευτυχισμένος, ευλογημένος:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 549), (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 165177)·
- β) αξιομακάριστος:
- τους τάφους των μακαρίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου προσεκύνησα (Σφρ., Χρον. 17617‑8)·
- γ) (ο υπερθ. ως τιμητική προσηγορία ανώτατου κληρικού):
- του μακαριοτάτου πάπα (Δούκ. 1457).
- α) Ευτυχισμένος, ευλογημένος:
- 2)
- α) (Προκ. για νεκρό):
- (Χρον. Μορ. H 8477·)>
- (στον υπερθ.):
- Αλεξίου Κομνηνού του μακαριοτάτου (Σπαν. A 2)·
- β) έκφρ. μακάριος ύπνος = θάνατος:
- (Ιστ. πολιτ. 3121).
- α) (Προκ. για νεκρό):
- Το ουδ. ως ουσ. = ευτυχία, καλή τύχη:
- ου μακάριον ηγήσω λανθανόντως … άρχειν Μακεδονίας (Βίος Αλ. 1953)·
- φρ. δίδω μακάριον, βλ. δίδω 7γ φρ.
[αρχ. επίθ. μακάριος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακάριος -α -ο [makários] Ε6 : 1. που είναι απόλυτα ευτυχισμένος: Οι μακάριοι θεοί. 2. ήρεμος, γαλήνιος: ~ ύπνος. 3. (ειρ.): Mακάρια αδιαφορία / άγνοια. (απαρχ. έκφρ.) μακάριοι οι πτωχοί* τω πνεύματι.
μακάρια & (λόγ.) μακαρίως ΕΠIΡΡ: Παρ΄ όλο το θόρυβο αυτός κοιμάται μακαρίως. [λόγ. < αρχ. μακάριος `ευτυχισμένος, ευλογημένος΄· λόγ. < αρχ. μακαρίως]