Παράλληλη αναζήτηση
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μακάρι [makári] : 1. επιφ. ευχετικό: α. για κτ. που εύχεται ο ομιλητής να γίνει στο μέλλον: ~ να τους προλάβει! ~ να πετύχεις στη δουλειά σου, είθε. ~ να έρχεστε πάντα! ~ να βρέξει! || συχνά σε διάλογο, ως απάντηση στην ευχή ή στην επιθυμία που έχει προαναφέρει ο συνομιλητής: Εύχομαι όλα να έρθουν βολικά. -~! β. με οριστική παρατατικού ή υπερσυντέλικου, για ευχή ή για επιθυμία που δεν έχει ή που δεν πρόκειται να εκπληρωθεί: ~ να ήταν έτσι! ~ να είχες έρθει μαζί μας! ~ να ερχόταν, αλλά πού! ~ να τον προλαβαίναμε, πριν πεθάνει! ~ να το ΄ξερα από πριν! γ. με οριστική παρατατικού, για επιθυμία της οποίας η πραγματοποίηση είναι πολύ αμφίβολη· ας: ~ να είχα ένα κτηματάκι!, ας είχα, τι καλά να είχα. ~ να ήξερα Aγγλικά! ~ να βγω ψεύτης! 2. επιτατικό της έννοιας του “και” σε ενδοτικές προτάσεις, αλλά και ως επιτατικό μιας απλής έννοιας: Δεν αλλάζει γνώμη, ~ να τον παρακαλάτε ώρες, ακόμη και αν τον παρακαλάτε. Δε θα τον συγχωρήσει, ~ και γονατιστός να ζητήσει συγγνώ μη, ακόμη και αν. Έλα να μας δεις, ~ και για μια στιγμή, έστω. ~ και μεσάνυχτα, θα γυρίσουν, έστω, ακόμη κι αν είναι μεσάνυχτα. Ήταν αποφασισμένος να του τα χαρίσει όλα· ~ και τα προσωπικά του ενθύμια, ακόμη και
[μσν. μακάρι < ελνστ. φρ. μακάριόν ἐστι `είναι ευλογημένο΄ (δες στο μακάριος)]
- μακάρι, επιφ.
-
- 1) Μακάρι, είθε:
- (Προδρ. IV 420)·
- μακάρι να μας έποικες … την χάρην (Συναξ. γυν. 576).
- 2) Έστω, ακόμα και:
- όπου θέλει να υπά, … μακάρι κι εις τον Γαλατάν αν θέλει να περάσει (Ιστ. Βλαχ. 1170).
[<ουδ. του επιθ. μακάριος. Η λ. στον Ησύχ., στη Σούδα και σήμ.]
- 1) Μακάρι, είθε:
- μακαριά η [makarjá] Ο24 : (παρωχ.) γεύμα ή δείπνο που προσφέρεται συνήθ. στο σπίτι του νεκρού από τους συγγενείς μετά την κηδεία· παρηγοριά3.
[μσν. μακαρία (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. μακάριος]
- μακαρία η.
-
- Γεύμα ή δείπνο που προσφέρεται στο σπίτι του νεκρού μετά την κηδεία, νεκρόδειπνος· άρτος που διανέμεται κατά την ταφή ή το μνημόσυνο:
- εφάγαμεν … τον επιτάφιον δείπνον, τους εσηκώσαμεν και τας επιχωρίους μακαρίας (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 16914‑5).
[θηλ. του επιθ. μακάριος ως ουσ. Τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ. Η λ. στον Ησύχ. και σήμ. ποντ. και κρητ.]
- Γεύμα ή δείπνο που προσφέρεται στο σπίτι του νεκρού μετά την κηδεία, νεκρόδειπνος· άρτος που διανέμεται κατά την ταφή ή το μνημόσυνο:
- μακαριασμένος, μτχ. επίθ.
-
- Μακαρίτης:
- εκείνα που τως εφήκεν ο μακαριασμένος αφέντης (Διαθ. 17. αι. 650).
[<μτχ. παρκ. του μακαρίζω με επίδρ. μτχ. σε ‑ιασμένος. Η λ. στο Somav.]
- Μακαρίτης:
- μακαρίζω [makarízo] -ομαι Ρ2.1 : θεωρώ κπ. ευτυχισμένο, εκφράζω τη γνώμη ότι έχει ευνοηθεί από την τύχη: Όλοι τον μακάριζαν για τα πλούτη του. Mην τον μακαρίζεις· έχει κι αυτός τα βάσανά του. (γνωμ.) μηδένα προ του τέλους* μακάριζε.
[αρχ. μακαρίζω]
- μακαρίζω.
-
- 1) Θεωρώ κάπ. ευτυχισμένο ή ευλογημένο:
- (Καλλίμ. 1636), (Σπαν. M 81).
- 2) (Προκ. για νεκρό)
- α) (με υποκ. το Θεό) παρέχω μεταθανάτια μακαριότητα:
- πολλούς αντρειωμένους … εφουρκίζαν … και ο Θεός να τους μακαρίσει (Μαχ. 40410· Τζάνε, Κρ. πόλ. 38216)·
- β) εύχομαι την ανάπαυση της ψυχής κάπ., μνημονεύω:
- (Αχιλλ. L 1262)·
- εμακαρίσαν και τους χριστιανούς όπου 'σκοτώθησαν (Μαχ. 15218).
- α) (με υποκ. το Θεό) παρέχω μεταθανάτια μακαριότητα:
- 3) Ευχαριστώ, ευγνωμονώ:
- το μοιρογράφημαν της τύχης μακαρίζω (Καλλίμ. 737).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- α) αξιομακάριστος, αξιοζήλευτος:
- ζεύγος μακαρισμένον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [250])·
- β) (προκ. για νεκρό):
- ο μακαρισμένος ο ρήγας εποίκεν διαθήκην (Βουστρ. 2026).
- α) αξιομακάριστος, αξιοζήλευτος:
[αρχ. μακαρίζω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Θεωρώ κάπ. ευτυχισμένο ή ευλογημένο:
- μακάριος, επίθ.
-
- 1)
- α) Ευτυχισμένος, ευλογημένος:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 549), (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 165177)·
- β) αξιομακάριστος:
- τους τάφους των μακαρίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου προσεκύνησα (Σφρ., Χρον. 17617‑8)·
- γ) (ο υπερθ. ως τιμητική προσηγορία ανώτατου κληρικού):
- του μακαριοτάτου πάπα (Δούκ. 1457).
- α) Ευτυχισμένος, ευλογημένος:
- 2)
- α) (Προκ. για νεκρό):
- (Χρον. Μορ. H 8477·)>
- (στον υπερθ.):
- Αλεξίου Κομνηνού του μακαριοτάτου (Σπαν. A 2)·
- β) έκφρ. μακάριος ύπνος = θάνατος:
- (Ιστ. πολιτ. 3121).
- α) (Προκ. για νεκρό):
- Το ουδ. ως ουσ. = ευτυχία, καλή τύχη:
- ου μακάριον ηγήσω λανθανόντως … άρχειν Μακεδονίας (Βίος Αλ. 1953)·
- φρ. δίδω μακάριον, βλ. δίδω 7γ φρ.
[αρχ. επίθ. μακάριος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- μακάριος -α -ο [makários] Ε6 : 1. που είναι απόλυτα ευτυχισμένος: Οι μακάριοι θεοί. 2. ήρεμος, γαλήνιος: ~ ύπνος. 3. (ειρ.): Mακάρια αδιαφορία / άγνοια. (απαρχ. έκφρ.) μακάριοι οι πτωχοί* τω πνεύματι.
μακάρια & (λόγ.) μακαρίως ΕΠIΡΡ: Παρ΄ όλο το θόρυβο αυτός κοιμάται μακαρίως. [λόγ. < αρχ. μακάριος `ευτυχισμένος, ευλογημένος΄· λόγ. < αρχ. μακαρίως]
- Mακαριότατος ο [makariótatos] Ο20α : επίσημος χαρακτηρισμός των πατριαρχών (εκτός του οικουμενικού) και των αρχιεπισκόπων, που χρησιμοποιείται και ως προσφώνηση: Ο ~ αρχιεπίσκοπος Aθηνών / Kύπρου.
[λόγ. < ελνστ. μακαριώτατος υπερθ. του αρχ. επιθ. μακάριος (ορθογρ. κατά το επίθημα -ότατος)]