Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακάβριος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακάβριος -α -ο [makávrios] Ε6 : που έχει σχέση με το θάνατο και συνεπώς προκαλεί φρίκη: Περιγραφή του εγκλήματος με μακάβριες λεπτομέρειες. Mακάβριο θέαμα. Mια μακάβρια ιστορία. Mακάβριο αστείο· (πρβ. μαύρο χιούμορ). μακάβρια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. macabr(e) -ιος (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες