Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακάβριος -α -ο [makávrios] Ε6 : που έχει σχέση με το θάνατο και συνεπώς προκαλεί φρίκη: Περιγραφή του εγκλήματος με μακάβριες λεπτομέρειες. Mακάβριο θέαμα. Mια μακάβρια ιστορία. Mακάβριο αστείο· (πρβ. μαύρο χιούμορ).
μακάβρια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. macabr(e) -ιος (ορθογρ. δαν.)]