Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαιευτήρας ο [meeftíras] Ο2 : γιατρός γυναικολόγος, ειδικευμένος στη μαιευτική.
[λόγ. μαιευ(τήρ) -τήρας < αρχ. μαιεύ(τρια) `μαμή΄ -τήρ (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. accoucheur]