Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαθητεύω [maθitévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α μπε. μαθητευόμενος : 1. παρακολουθώ μαθήματα, κυρίως πρακτικά, σχετικά με κάποιο θέμα: Kάθε καλλιτέχνης μαθητεύει στο εργαστήριο ενός άλλου ή σε ειδικό σχολείο. Mαθητευόμενος ράφτης / κουρέας / μαραγκός και ως ουσ. ο μαθητευόμενος: Είναι ακόμα μαθητευόμενος, δεν έχει τελειώσει τη σχετική εκπαίδευση. (έκφρ.) μαθητευόμενος μάγος, ημιμαθής και αδέξιος πειραματιστής. 2. (προφ.) μαθαίνω σε κπ. να κάνει κτ.: Tον μαθήτεψε να λέει ψέματα.
[λόγ. < ελνστ. μαθητεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαθητεύω· μαθητεύγω.
-
- I. Ενεργ. μτβ.
- 1) Διδάσκω, εκπαιδεύω:
- Τίποτα δεν απόμεινεν … να μη με μαθητεύσουσιν όλα να τα ηξεύρω (Συναξ. γαδ. 152)·
- εις το σκολειό … έβαλέ με … κι έτσι εμαθήτεψέ με (Φορτουν. Β́ 210).
- 2) Διδάσκομαι, μαθαίνω:
- άρχισε να στρατεύγει, τες 'πιδεξιές του κονταριού και να τες μαθητεύγει (Ιμπ. (Legr.) 90).
- 1) Διδάσκω, εκπαιδεύω:
- II. Μέσ.
- 1) Είμαι μαθητής, διδάσκομαι, σπουδάζω:
- μαθητεύομαι … και παρ’ αυτής διδάσκομαι σαφέστατα της πείρας (Γλυκά, Στ. 30).
- 2) Γίνομαι γνωστός, αποκαλύπτομαι, φανερώνομαι:
- η τούτων τελευτή εμαθητεύθη εις πάντας (Διγ. Z 4435)·
- ποιος είμαι, σαν μαθητευτώ, … θέλω να 'ξοριστώ (Ερωτόκρ. Έ 1366).
- 3) (Με ενεργ. σημασ.) αντιλαμβάνομαι, εννοώ:
- (Αλεξ. 316).
- 1) Είμαι μαθητής, διδάσκομαι, σπουδάζω:
[μτγν. μαθητεύω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. και κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ. μτβ.