Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαθητής ο [maθitís] Ο7 θηλ. μαθήτρια [maθítria] Ο27 : 1. αυτός που φοι τά σε σχολείο στοιχειώδους ή μέσης εκπαίδευσης: ~ του δημοτικού / του γυμνασίου / του λυκείου. Επιμελής / άτακτος ~. Tάξη με πολλούς / με λίγους μαθητές. Είναι πρώτος ~, είναι ο καλύτερος της τάξης του. || αυτός που φοιτά σε στρατιωτική σχολή: ~ σχολής Iκάρων. 2α. αυτός που παρακολούθησε ή παρακολουθεί άμεσα τη διδασκαλία κάποιου άλλου: Οι δώδεκα μαθητές του Xριστού. Ο Aριστοτέλης είναι ~ του Πλάτωνα. || (παρωχ.) ο μαθητευόμενος. β. αυτός που έμμεσα επηρεάστηκε από κπ. άλλο ιδίως στον τομέα της τέχνης, φιλοσοφίας, επιστήμης.
μαθητάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. μαθητριούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [αρχ. μαθητής· λόγ. < ελνστ. μαθήτρια· μαθητ(ής) -άκος· μαθήτρι(α) -ούλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαθητής ο.
-
- 1)
- α) Διδασκόμενος, μαθητής:
- (Στάθ. Γ́́ 142), (Ερωτόκρ. Β́ 1868)·
- β) μαθητευόμενος (τεχνίτης):
- Ένας μάστορης με δύο μαθητάδες έκτιζεν σπίτι (Rechenb. 76).
- α) Διδασκόμενος, μαθητής:
- 2) Προκ. για τους μαθητές του Χριστού:
- τους δώδεκά του μαθητάδες (Πηγά, Χρυσοπ. 98 (18))·
- τους οβ́ μαθητάδες … (Ροδινός 178).
[αρχ. ουσ. μαθητής. Η λ. και σήμ.]
- 1)