Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαθηματικός ο [maθimatikós] Ο17 θηλ. μαθηματικός [maθimatikós] Ο34 : αυτός που σπούδασε μαθηματικά ή είναι καθηγητής των μαθηματικών: Aυτή τη στιγμή υπάρχουν χιλιάδες αδιόριστοι μαθηματικοί. Mας ήρθε καινούριος ~ στο σχολείο.
[λόγ. < αρχ. μαθηματικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαθηματικός, επίθ.
-
- 1) Που αναφέρεται στη μάθηση, στη γνώση:
- μαθηματικήν σπουδήν (Εγκ. αγ. Δημ. 10662).
- 2)
- α) Λόγιος, μορφωμένος:
- Χάρισμα τέτοιον πτωχικόν δεν έπρεπε να δώσω σε τέτοιους μαθηματικούς (Τζάνε, Κατάν. 88)·
- β) (προκ. για ομιλία) καλλιεργημένος:
- είχε γλώσσα … φρόνιμη, μαθηματική (Τζάνε, Κρ. πόλ. 46522).
- α) Λόγιος, μορφωμένος:
- 3) Ικανός, έμπειρος:
- σολντάδους μαθηματικούς (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4704).
- Το αρσ. ως ουσ. = αστρονόμος:
- (Βακτ. αρχιερ. 170).
[αρχ. επίθ. μαθηματικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που αναφέρεται στη μάθηση, στη γνώση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαθηματικός -ή -ό [maθimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα μαθηματικά: ~ λογισμός. Mαθηματική ανάλυση / σύνθεση / λογική. H μαθηματική επιστήμη, τα μαθηματικά. (έκφρ.) μαθηματικό κεφάλι, άνθρωπος πολύ καλός στα μαθηματικά. μαθηματική ακρίβεια, πολύ μεγάλη: Mετρήσεις που έγιναν με μαθηματική ακρίβεια. || (ως ουσ.) ο μαθηματικός*. τα μαθηματικά*.
[λόγ. < αρχ. μαθηματικός]