Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαθήτρια η.
-
- Μαθητευόμενη:
- επίστευα … να είμαι τεχνίτρια σωστή … και χθες … γνώρισα, μαθήτρια ου σώζω (Απολλών. 254).
[μτγν. ουσ. μαθήτρια. Τ. ‑τρα στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- Μαθητευόμενη: