Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαζικοποίηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαζικοποίηση η [mazikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαζικοποιώ: ~ της παραγωγής ενός εργοστασίου. ~ μιας οργάνωσης.

[λόγ. μαζικ(ός) -ο- + -ποίηση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες