Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαδώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαδώ [maδó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. αφαιρώ το τρίχωμα ή τα πούπουλα από το δέρμα ανθρώπου ή ζώου, τα φύλλα ή τα άνθη από ένα φυτό: ~ τα μαλλιά μου / τα γένια μου, τα ξεριζώνω. ~ ένα πουλί, το ξεπουπουλίζω. Έσφαξε την κότα, τη μάδησε και την έβαλε να βράσει. ~ τα φύλλα ενός φυτού / τα πέταλα ενός άνθους, τα κόβω. Ο δυνατός αέρας μάδησε τα λουλούδια. || (παθ.) ξεριζώνω τα μαλλιά μου: Έκλαιγε και μαδιόταν πάνω στο φέρετρο του νεκρού. β. (για μαλλιά, φύλλα, πούπουλα, τρίχες) πέφτω: Mάδησε το κεφάλι του κι έμεινε φαλακρός. || Mάλλινο ύφασμα που δε μαδάει, που δε χνουδιάζει, που δε φθείρεται. γ. (λαϊκότρ.) ξύνω κτ. με τα νύχια μου, το γρατσουνάω. δ. (για πργ.) φθείρω την επιφάνεια: Πρόσεχε μη μαδήσεις τον τοίχο μετακινώντας τα έπιπλα. 2. (μτφ., για πρόσ.) αναγκάζω κπ. να πληρώσει πολλά ή γενικά να υποστεί μεγάλη δαπάνη ή απώλεια: Tον μάδησαν στα χαρτιά κάτι αετονύχηδες. Mας μάδησε πάλι φέτος η εφορία.

[ελνστ. μαδῶ `πέφτω (για τα μαλλιά)΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μαδώ· μαδίω· μαδιώ· μαθώ.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1)
        • α) (Προκ. για μαλλιά ή γένια) τραβώ, ξεριζώνω:
          • εμάθησεν τα γένια του (Ασσίζ. 4564
          • να κλάψεις, να δαρείς, την κορυφήν μαδήσεις (Αλφ. (Μπουμπ.) I 60
        • β) αποτριχώνω:
          • όταν έχουν αχνουδιασμένα τα κορμιά, … με κλωστήν μαδούν τα (Συναξ. γυν. 533).
      • 2) (Προκ. για πτηνό) βγάζω τα φτερά, ξεπουπουλίζω:
        • να μαδήσεις κάπονα (Φορτουν. Έ 250).
      • 3) (Προκ. για άνθος) κάνω να πέσουν τα πέταλά του, μαδίζω:
        • ανεμική μαδεί το (ενν. το ρόδο) (Πανώρ. Γ́ 84).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) (Προκ. για μαλλιά του κεφαλιού) πέφτω:
        • (Ερωφ. Έ 569).
      • 2) (Προκ. για φύλλωμα δέντρου) πέφτω:
        • (Πανώρ. Δ́ 46).
  • II. (Μέσ.) τραβώ τα μαλλιά μου:
    • δείχνει τάχα ότι μαδιέται (ενν. η χήρα) (Συναξ. γυν. 1173).

[αρχ. μαδάω. Ο τ. ‑ιώ στο Βλάχ. και το παθ. ‑ιούμαι σήμ. κυπρ. Ο τ. ‑θώ στον Κατσαΐτη και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες