Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαδαρίζω.
-
- Μαδώ, ξεπουπουλίζω:
- (Σταφ., Ιατροσ. 248).
[<επίθ. μαδαρός + κατάλ. ‑ίζω. Άσχ. νεότ. κρητ. (<ουσ. - τοπων. μαδάρα)]
- Μαδώ, ξεπουπουλίζω:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<επίθ. μαδαρός + κατάλ. ‑ίζω. Άσχ. νεότ. κρητ. (<ουσ. - τοπων. μαδάρα)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |