Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαδαρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μαδαρίζω.
  • Μαδώ, ξεπουπουλίζω:
    • (Σταφ., Ιατροσ. 248).

[<επίθ. μαδαρός + κατάλ. ‑ίζω. Άσχ. νεότ. κρητ. (<ουσ. - τοπων. μαδάρα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες